Νόσος Dupuytren

Η νόσος Dupuytren πήρε το όνομα της από τον Guillaume Dupuytren, ο οποίος την περιέγραψε το 1833. Πρόκειται για μια καλοήθη πάθηση άγνωστης αιτιολογίας, η οποία προκαλεί ρίκνωση της παλαμιαίας απονεύρωσης, της μεμβράνης δηλαδή που καθηλώνει το δέρμα της παλάμης ώστε αυτό να είναι σταθερό για τον ισχυρό δραγμό.

 

Η ρίκνωση αυτή δημιουργεί αρχικά μικρά εξογκώματα στην παλάμη και στη συνέχεια σκληρές χορδές που «τραβάνε» τα δάκτυλα σε κάμψη. Με την πάροδο του χρόνου γίνεται αδύνατη η έκταση των προσβεβλημένων δακτύλων δημιουργώντας προβλήματα στην καθημερινότητα. Κατά κανόνα η κατάσταση αυτή είναι ανώδυνη, κάποιοι ασθενείς πάντως αναφέρουν κνησμό ή «τράβηγμα». Συχνότερα προσβάλλονται κατά σειρά ο παράμεσος, ο μικρός και ο μέσος δάκτυλος, ενώ γενικά η πάθηση είναι συχνότερη σε άντρες ηλικίας πάνω από 50 ετών. Όταν η εμφάνιση της νόσου προκύπτει σε μικρή ηλικία, τότε ονομάζεται «διάθεση Dupuytren» και είναι ιδιαίτερα επιθετική. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι το οικογενειακό ιστορικό, ο αλκοολισμός, το κάπνισμα, η ηπατική νόσος, οι θυρεοειδοπάθειες, ο διαβήτης, η επιληψία και προηγούμενο τραύμα στην παλάμη. Προσβάλλει κυρίως λευκούς, ενώ είναι σπάνια σε Ασιάτες και Αφρικανούς. Πολλές φορές ονομάζεται και η ασθένεια των Βίκινγκς καθώς είναι ιδιαιτέρως συχνή σε ανθρώπους σκανδιναβικής προέλευσης.

 

Η διάγνωση είναι κλινική και δεν υπάρχουν ειδικές εξετάσεις για την επιβεβαίωση της. Η αντιμετώπιση της πάθησης είναι επιβεβλημένη όταν η χορδή δεν επιτρέπει την πλήρη έκταση του δακτύλου και το εξαναγκάζει σε άλλοτε άλλο βαθμό κάμψης, ώστε να αποφευχθούν οι μόνιμες αγκυλώσεις των αρθρώσεων του δακτύλου που αντιμετωπίζονται εξαιρετικά δύσκολα. Θεραπευτικά έχουν εφαρμοστεί διάφορες πρακτικές, όπως εγχύσεις κορτιζόνης, εφαρμογή ναρθήκων και φυσικοθεραπεία, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Γίνονται επίσης τοπικά εγχύσεις κολλαγενάσης για τη διατομή της χορδής στο σημείο της ένεσης.  Οριστική θεραπεία αποτελεί η χειρουργική αφαίρεση της χορδής με μικροχειρουργική τεχνική ώστε να αποφευχθεί ο τραυματισμός των γειτνιαζόντων αγγείων και νεύρων του δακτύλου. Η μετεγχειρητική αντιμετώπιση τροποποιείται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου.