Σύνδρομο de Quervain

Το σύνδρομο de Quervain είναι μια τενοντοελυτρίτιδα, δηλαδή μια φλεγμονή του ελύτρου που περιβάλλει δύο από τους τένοντες που κινούν τον αντίχειρα. Οι τένοντες αυτοί είναι ο βραχύς εκτείνων του αντίχειρα και ο μακρός απαγωγός του αντίχειρα, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την κερκιδική απαγωγή του αντίχειρα, δηλαδή την απομάκρυνσή του από το χέρι, στο ίδιο επίπεδο. Οι τένοντες αυτοί περικλείονται σε τενόντια έλυτρα, οπότε με την κίνησή τους ασκείται τριβή προκαλώντας πάχυνση των ελύτρων στα πλαίσια μιας χρόνιας εκφυλιστικής διαδικασίας. Αυτό συμβαίνει και στις νέες μητέρες που εμφανίζουν συχνά την παθολογία του συνδρόμου de Quervain.

 

Το σύνδρομο de Quervain είναι συχνότερο στις γυναίκες, πιθανώς λόγω της διαφορετικής ανατομίας μιας οστικής προεξοχής που βρίσκεται σ’αυτή την περιοχή, της στυλοειδούς απόφυσης.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Έχει υποστηριχθεί ότι το σύνδρομο de Quervain μπορεί να οφείλεται σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις του αντίχειρα, άρα να αποτελεί ένα από τα σύνδρομα υπέρχρησης, πάντως αυτό δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Ουσιαστικά η αιτιολογία του είναι άγνωστη, με ιατρικούς όρους ιδιοπαθής.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα συμπτώματα είναι πόνος, ευαισθησία και οίδημα στην κερκιδική πλευρά του καρπού, δηλαδή στην πλευρά του αντίχειρα. Συχνά υπάρχει δυσκολία στη συγκράτηση αντικειμένων.

Η διάγνωση είναι κλινική, με την εκτέλεση του test Filkenstein.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Στα πρώτα στάδια του συνδρόμου de Quervain εφαρμόζεται συντηρητική θεραπεία με εφαρμογή νάρθηκα ακινητοποίησης του καρπού και του αντίχειρα και αντιφλεγμονώδη φάρμακα τοπικά ή συστηματικά. Η φυσικοθεραπεία βοηθά στην αντιμετώπιση της φλεγμονής και του πόνου (παγοθεραπεία, TENS, διαθερμίες, υπέρυθρος φωτισμός κλπ), στην ενδυνάμωση άλλων μυϊκών ομάδων του χεριού ώστε να μην επιβαρύνονται οι προσβεβλημένοι μύες του αντίχειρα και στην εκπαίδευση του ασθενούς σε τρόπους συγκράτησης που δεν επιδεινώνουν την κατάσταση, όπως εφαρμόζεται στις νέες μητέρες.

Οι τοπικές εγχύσεις κορτιζόνης είναι συχνά αποτελεσματικές. Πρέπει να γίνονται από εξειδικευμένο γιατρό, ώστε να αποφευχθεί ο τραυματισμός του αισθητικού κλάδου του κερκιδικού νεύρου που βρίσκεται στην περιοχή. Μετά την έγχυση είναι καλό ο ασθενής να φοράει έναν αφαιρούμενο νάρθηκα ακινητοποίησης του αντίχειρα για τουλάχιστον 10 ημέρες.

Η χειρουργική επέμβαση έχει ως στόχο την απελευθέρωση των τενοντίων ελύτρων και την αποσυμπίεση των προσβεβλημένων τενόντων και μπορεί να γίνει και με τοπική αναισθησία. Είναι σημαντικό να προστατευτεί ο αισθητικός κλάδος του κερκιδικού νεύρου και να διανοιχτούν πλήρως όλα τα έλυτρα, με τρόπο ώστε να μην προκύψει υπεξάρθρημα των τενόντων μετεγχειρητικά. Και σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται αφαιρούμενος νάρθηκας ακινητοποίησης του αντίχειρα μετεγχειρητικά.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί και η άποψη ότι εφόσον οι περισσότερες τενοντοπάθειες είναι αυτοϊάσιμες, έτσι και το σύνδρομο de Quervain μπορεί να περάσει από μόνο του, μετά την υποχώρηση της φλεγμονής και την ίνωση του ελύτρου σε περίπου ένα χρόνο από την έναρξη των συμπτωμάτων.